ανολβία

ανολβία
ἀνολβία, η (Α) [ανόλβιος]
έλλειψη ευτυχίας ή ευημερίας, αθλιότητα, μιζέρια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀνολβίᾳ — ἀνολβί̱ᾱͅ , ἀνολβία the state of an fem dat sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολβία — Όνομα διάφορων αρχαίων πόλεων, από τις οποίες σημαντικότερη ήταν εκείνη στον Εύξεινο Πόντο. 1. Αποικία των Μιλησίων στην ευρωπαϊκή Σκυθία. Ιδρύθηκε το 646 645 π.Χ. στη βορειοδυτική ακτή του Εύξεινου Πόντου, κοντά στις εκβολές του Δνείπερου, και… …   Dictionary of Greek

  • ἀνολβίαν — ἀνολβί̱ᾱν , ἀνολβία the state of an fem acc sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνολβίην — ἀνολβί̱ην , ἀνολβία the state of an fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνολβίης — ἀνολβί̱ης , ἀνολβία the state of an fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνολβίῃ — ἀνολβί̱ῃ , ἀνολβία the state of an fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”